- μανθάνοντα
- μανθάνωlearnpres part act neut nom/voc/acc plμανθάνωlearnpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μανθάνοντ' — μανθάνοντα , μανθάνω learn pres part act neut nom/voc/acc pl μανθάνοντα , μανθάνω learn pres part act masc acc sg μανθάνοντι , μανθάνω learn pres part act masc/neut dat sg μανθάνοντι , μανθάνω learn pres ind act 3rd pl (doric) μανθάνοντε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτής — ο (AM κριτής) [κρίνω] 1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν… … Dictionary of Greek
μηδέποτε — (ΑΜ μηδέποτε και μηδέ ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ) επίρρ. ποτέ μέχρι τώρα, καμιά φορά, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῑν δυνάμενα», ΚΔ) νεοελλ. μσν. κι ούτε ποτέ, και ποτέ… … Dictionary of Greek
συννοώ — έω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυννοῶ [νοῶ] 1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ («ὅταν τινὰ τις ξυννοῇ ῥᾳδίως μανθάνοντα», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) συννοούμενος, ένη, ον αυτός που εξυπονοείται μαζί με κάποιον άλλο μσν. γνωρίζω συγχρόνως, ξέρω ταυτόχρονα … Dictionary of Greek